Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Βροχή

Αυτό το φθινόπωρο ήρθε χαμογελαστό. Περπατώντας νωχελικά, με τα χέρια στις τσέπες και το σακάκι σφηνωμένο ανάμεσα στο γοφό και τον πήχη του, σέρνοντας τα βήματά του στο πολύχρωμο χαλί που είχε απλωθεί πάνω από τη διψασμένη γη.
Στα δεξιά του, ο δρόμος γεμάτος ζωή. Μορφές πολύχρωμες που κινούνταν με διαφορετικές ταχύτητες, άλλες μόνες, άλλες με παρέα κι άλλες με παρέα κι όμως μόνες. Στάθηκε μια στιγμή, απλά για να χαζέψει. Ο κόσμος έμοιαζε σαν να μην ξέρει πώς είναι να αναπνέει. Λες και δεν ήξεραν τι να κάνουν με τον δροσερό αέρα που μύριζε νοσταλγία και υποσχέσεις. Ζύγισε με το νου του την κάθε μορφή ξεχωριστά. Είδε κούραση. Είδε θλίψη. Είδε παραίτηση. Σφίχτηκε η καρδιά του.
Αριστερά του, στην άκρη του μονοπατιού, σα μανιταράκι που ξεφύτρωσε στη μέση του πουθενά, ένα ξύλινο κιόσκι για όσους ήθελαν να δωροδοκήσουν το μέσα τους, με έναν καφέ ή ένα ζεστό αρωματισμένο κρασί. Πίσω από το κιόσκι, ένας κιτρινοκόκκινος καμβάς που μάλωνε γλυκά μερικές πράσινες πινελιές που είχαν ξεμείνει, σαν να ξύπνησαν μεσημέρι μετά από μεθύσι.
Στάθηκε στην ουρά και όταν ήρθε η σειρά του, πήρε τον καφέ του στο μεγαλύτερο διαθέσιμο χάρτινο ποτήρι. Συμπλήρωσε μερικές στάλες γάλα ίσα-ίσα να σπάσει το μαύρο, χαμογέλασε στη σκοτεινιασμένη μορφή που σχεδόν ανταπέδωσε και κινήθηκε προς τα ημίγυμνα δέντρα, αυτή τη φορά με λίγο πιο γρήγορο βήμα.
Περπάτησε τόσο βαθιά μέσα στο πάρκο, μέχρι που όπου και να γύριζε το κεφάλι του έβλεπε μόνο τα χρώματα του καμβά. Ούτε κούραση, ούτε θλίψη, ούτε παραίτηση. Κι εκεί σχεδόν άκουσε την καρδιά του να ανοίγει. Πήρε μια βαθιά ανάσα γεμάτη υποσχέσεις και την άφησε να φύγει χαμογελώντας με ευγνωμοσύνη. Έβγαλε το χέρι απο την τσέπη ξεσκαλώνοντας το σακάκι που έπεσε απαλά στη γη. Έσκυψε, το τράβηξε λίγο από δυο άκρες να ισιώσει και κάθησε επάνω του ακουμπώντας λίγο πιο δίπλα τον καφέ.
Τα δέντρα γύρω του εκμεταλλεύτηκαν ένα ανεπαίσθητο αέρινο χάδι και του έστειλαν μαλακά φύλλα για καλωσόρισμα. Τα δέχτηκε σα ζεστή αγκαλιά. Τα μάτια του σκοτείνιασαν όμως σαν πέρασε η εικόνα του πολύχρωμου πλήθους από το μυαλό του. Δεν περίμενε να το υποδεχτούν με ενθουσιασμό, πανηγύρια και φανφάρες, όχι. Ήξερε το ρόλο του. Του άρεσε ο ρόλος του. Του άρεσε να στολίζει με το κίτρινο, το κόκκινο, το καφέ. Πριν έρθει ο χειμώνας και αρχίζει να περνάει τα πάντα με λευκό και να χαράζει γκρίζες σκιές.
Ήπιε λαίμαργα μερικές γουλιές καφέ. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ακούσει τι ήταν αυτό που ψιθύριζε η γη. Τι ήταν αυτό που του ζητούσαν ευγενικά τα δέντρα. Άνοιξε το μάτια κι έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό. Εκείνος κατάλαβε κι αμέσως μάζεψε ένα τσούρμο σύννεφα σταχτιά. Οι πρώτες σταγόνες ξεκίνησαν να πέφτουν αθόρυβα, όμως όλο και πιο πυκνά. Και έγιναν μια ήσυχη βροχή που ξεδιψούσε τη γη και ξαλάφραινε τα δέντρα.
Στο γεμάτο ζωή δρόμο, έπεφταν οι ψιχάλες πάνω στις πολύχρωμες μορφές ξεπλένοντας την κούραση, τη θλίψη και την παραίτηση. Πότιζε το δέρμα τους με νοσταλγία και υποσχέσεις.
Περίμενε... Δεν είχε σκοπό να σηκωθεί αν δεν το άκουγε να συμβαίνει. Γι' αυτό μόνο περίμενε. Η βροχή δυνάμωσε, όμως πίσω από τα δέντρα άκουσε αυτό που τόσο λαχταρούσε.
Άκουσε τις μορφές να ανασαίνουν. 
Όλες μαζί σα μία. 
Η δουλειά του είχε γίνει.